- βελονοθήκη
- ημικρή θήκη για τη φύλαξη βελονών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βελονοθήκη — η θήκη για βελόνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βελονοθήκας — βελονοθήκᾱς , βελονοθήκη needle case fem acc pl βελονοθήκᾱς , βελονοθήκη needle case fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βελόνα — Μικρό νησί του νοτιοδυτικού Αιγαίου. Βρίσκεται ανάμεσα στη Λέρο και στην Κάλυμνο. * * * η (AM βελόνη) 1. λεπτό μετάλλινο όργανο ραφής με αιχμηρή άκρη και τρύπα στο πλατύτερο μέρος του για να περνάει η κλωστή 2. η λεπτή αιχμή οποιουδήποτε… … Dictionary of Greek
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
ραφιδοθήκη — η, ΝΑ θήκη για ραφίδες, βελονοθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥαφίς, ίδος + θήκη] … Dictionary of Greek
στομωμάτιον — τὸ, Α [στόμωμα, ατος] βελονοθήκη … Dictionary of Greek